- Φραντσέζος
- και Φραντζέζος, ο, θηλ. Φραντσέζα και Φραντζέζα, ΝΓάλλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. Francese «Γάλλος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φραντσέζικος — και φραντζέζικος, η, ο, Ν [Φραντσέζος / Φραντζέζος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Γάλλους, γαλλικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Φραντσέζικα η γαλλική γλώσσα … Dictionary of Greek